- χρηματόδεμα
- το, Νσφραγισμένο ταχυδρομικό δέμα που περιέχει χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, -ατος + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στη Λογοδοσία τού πρυτάνεως πανεπιστημίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηματόδεμα — το, ατος σφραγισμένο δέμα που περιέχει χρήματα για να αποσταλούν με το ταχυδρομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)